- προσαυαινομαι
- προσαυαίνομαιπροσ-αυαίνομαιвысыхать
δέμας πέτρᾳ προσαυαινόμενον Aesch. — иссыхающее на скале тело (Прометея)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δέμας πέτρᾳ προσαυαινόμενον Aesch. — иссыхающее на скале тело (Прометея)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσαυαίνομαι — Α μαραίνομαι πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὐαίνομαι «ξεραίνομαι, μαραίνομαι»] … Dictionary of Greek
προσαυαινόμενον — προσαυαίνομαι pres part mp masc acc sg (attic) προσαυαίνομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαυανθῶσι — προσαυαίνομαι aor subj pass 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαυαίνονται — προσαυαίνομαι pres ind mp 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)